- επιβραδυντήρας
- οσυσκευή που χρησιμεύει στο να επιβραδύνει τη λειτουργία μηχανής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιβραδυντήρας — ο συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται επιβράδυνση τής λειτουργίας μηχανής … Dictionary of Greek
επιβραδυντής — Ένα υλικό που χρησιμοποιείται σε έναν αντιδραστήρα για την επιβράδυνση των νετρονίων που εκπέμπονται κατά τις σχάσεις των πυρήνων του καυσίμου. Τα νετρόνια όταν παράγονται έχουν ενέργεια αρκετών εκατομμυρίων ηλεκτρονιο βολτ. Στους θερμικούς… … Dictionary of Greek